-
1 κυβισταω
1) бросаться головой вперед, падать вниз головой(ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων Hom.)
2) нырять(κατὰ ῥέεθρα ἔνθα καὴ ἔνθα Hom.; πλεῖν καὴ κ. Plut.)
3) кувыркаться, катиться
1 κυβισταω
(ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων Hom.)
(κατὰ ῥέεθρα ἔνθα καὴ ἔνθα Hom.; πλεῖν καὴ κ. Plut.)